πάππος

πάππος
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον Χύτρωνα της Κύπρου, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιουνίου.
* * *
ο, ΝΜΑ, πάπος, Α
1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο παππούς
2. στον πληθ. οι πάπποι
οι πρόγονοι («ὡς γενναῑός τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων ἀποφῆναι», Πλάτ.)
3. λοφίο ή στεφάνη από λεπτοφυές και μαλλώδες χνούδι που αναπτύσσεται στο άκρο τών σπερμάτων ορισμένων φυτών της οικογένειας τών συνθέτων και μετά την ωρίμαση τού καρπού διασπείρεται από τον άνεμο και λειτουργεί σαν αλεξίπτωτο, εξασφαλίζοντας έτσι τον πολλαπλασιασμό τού είδους, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία κλέφτης («γραίας ἀκάνθης πάππος ὥς φυσώμενος», Σοφ.)
νεοελλ.
φρ. «πάππου προς πάππου» — από παλαιά παράδοση, κατά πατροπαράδοτο τρόπο, από τα πατρογονικά
αρχ.
1. ως κύριο όν. ὁ Πάππος
σατυρικό πρόσωπο σε κωμικό δράμα
2. (στον τ. πάπος) είδος αρωματικού λιβάνου
3. το φυτό ακανθίς
4. το πρώτο χνούδι στο επάνω χείλος και στο πιγούνι τών εφήβων
5. το μικρό πτηνό υπολαΐς, στη φωλιά τού οποίου εναποθέτει ο κούκος τα αβγά του
6. στον πληθ. οι γονείς τού πατέρα ή τής μητέρας, ο παππούς και η γιαγιά μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πάππας*, κατά τα αρσ. σε -ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πάππος — grandfather masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάππος — grandfather masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάππος ο Αλεξανδρεύς — (τέλος 3ου αι. μ.Χ.). Αρχαίος γεωμέτρης της λεγόμενης δεύτερης αλεξανδρινής σχολής, ο τελευταίος μεγάλος γεωμέτρης της αρχαίας Ελλάδας. Έχει σωθεί σχεδόν ολόκληρη η Συναγωγή του, σε 8 βιβλία, μια από τις πολυτιμότερες πηγές που υπάρχουν για τη… …   Dictionary of Greek

  • Πάππω — Πάππος grandfather masc nom/voc/acc dual Πάππος grandfather masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάππε — Πάππος grandfather masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάππε — πάππος grandfather masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάπποι — Πάππος grandfather masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάπποι — πάππος grandfather masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάπποις — Πάππος grandfather masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάπποις — πάππος grandfather masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”